- συνείμαρται
- Ααπρόσ.1. είναι επίσης καθορισμένο από τη μοίρα2. (το ουδ. πληθ. μτχ. ως ουσ.) τὰ συνειμαρμένααυτά που έχουν επίσης καθοριστεί από τη μοίρα («ἔστι τε εἱμαρμένα τρόπον τινὰ καὶ ταῡτα... ἐκείνοις συνειμαρμένα», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + εἴμαρται «είναι γραφτό τής μοίρας, είναι προορισμένο να συμβεί»].
Dictionary of Greek. 2013.